- ὀρνεοθηρευτικός
- ὀρνεο-θηρευτικός, ή, όν, zum Vogelfange gehörig; ἡ ὀρνεοϑηρευτική, sc. τέχνη, die Kunst des Vogelsangs
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ορνεοθηρευτικός — ὀρνεοθηρευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών 2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτική η τέχνη τού κυνηγιού τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός] … Dictionary of Greek
ὀρνεοθηρευτικήν — ὀρνεοθηρευτικός skilled in bird catching fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek